- λιονταράκι
- τομικρό λιοντάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεοντιδεύς — ο (Α λεοντιδεύς, έως) μικρό λιοντάρι, λιονταράκι νεοελλ. κομψευόμενος νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, ερωτ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
λεοντόπουλον — λεοντόπουλον, τὸ (Μ) λιονταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + υποκορ. κατάλ. πουλον*, πρβλ. βασιλό πουλον] … Dictionary of Greek
λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… … Dictionary of Greek
σκύμνος — Έλληνας γεωγράφος από τη Χίο (2ος αι. π.Χ.). Του έχει αποδοθεί απόσπασμα περιγραφής της γης σε ιαμβικό τρίμετρο, που περιγράφει την ακτή της Ευρώπης ως την Απολλωνία του Πόντου. Έζησε στη Βιθυνία, και αφιέρωσε το έργο του, που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
σκύμνος — ο λιονταράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)